υποστατικός

υποστατικός
υποστατικός , -ή, -ό
ипостасный, относящийся к испостаси:

υποστατική ένωση η — ипостасное соединение – соединение в одной ипостаси двух природ Христа, божественной и человеческой;

υποστατική αρχή η — ипостасное начало


Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υποστατικός" в других словарях:

  • ὑποστατικός — able masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποστατικός — ή, ό / ὑποστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑφίστημι] νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση, που οφείλεται στην κάθοδο τού αίματος, υπό την επίδραση τής βαρύτητας, στα χαμηλότερα σημεία τού σώματος, με τη μορφή παθητικής υπεραιμίας… …   Dictionary of Greek

  • υποστατικός — ή, ό 1. (ιατρ.), αυτός που έχει σχέση με την υπόσταση, που παράγεται με υπόσταση: Υποστατικό φαινόμενο. 2. το ουδ. ως ουσ., υποστατικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποστατικά — ὑποστατικός able neut nom/voc/acc pl ὑποστατικά̱ , ὑποστατικός able fem nom/voc/acc dual ὑποστατικά̱ , ὑποστατικός able fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικῶν — ὑποστατικός able fem gen pl ὑποστατικός able masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικόν — ὑποστατικός able masc acc sg ὑποστατικός able neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικαῖς — ὑποστατικός able fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικαί — ὑποστατικός able fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικοῖς — ὑποστατικός able masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικοί — ὑποστατικός able masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστατικοῦ — ὑποστατικός able masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»